μεσιτεύσῃ

μεσιτεύσῃ
μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω
act as arbiter
aor subj mid 2nd sg
μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω
act as arbiter
aor subj act 3rd sg
μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω
act as arbiter
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”